σκότη

σκότη
σκότος
darkness
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
σκότος
darkness
neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
σκοτάω
their sight is darkened
pres imperat act 2nd sg (doric)
σκοτάω
their sight is darkened
pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
σκοτάω
their sight is darkened
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

  • φωτοπροβάλλω — Ν προβάλλω, φαίνομαι φωτεινός («πάντα η νιότη γραφτή απ τα σκότη φωτοπροβάλλει», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + προβάλλω] …   Dictionary of Greek

  • Μεμέλης, Απόστολος — (Σιγή Προύσας, Μικρά Ασία 1876 – 1935). Γιατρός και λογοτέχνης. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη· εκεί, άσκησε το ιατρικό λειτούργημα μέχρι το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”